- σύνθεση
- Η τοποθέτηση ενός πράγματος μαζί με άλλο, η αρμονική ένωση μερών ή στοιχείων του, για να δημιουργηθεί από αυτά ένα σύνολο, η συναρμολόγηση.
Στη γραμματική, σ. λέγεται η ένωση δύο λέξεων σε μία, όπως π.χ. των λ. αστραπή και βροντή = αστραπόβροντο.
Στη ζωγραφική ο όρος έχει ευρύτερη έννοια και χρησιμοποιείται ιδιαίτερα για τους πίνακες που παρουσιάζουν έργα του τύπου «νεκρές φύσεις». Σ. επίσης λέγονται, γενικότερα, και διάφοροι πίνακες που παρουσιάζουν συνήθως τοπία ή εσωτερικούς χώρους, χωρίς να αποκλείονται και έργα που εικονίζουν άτομα.
Τέλος, ο όρος σ. χρησιμοποιείται και στη λογοτεχνία και σημαίνει την αρμονική σύνδεση ιδεών, την έκθεση ιδεών όπως συνήθως λέγεται. Εκεί που ωστόσο ο όρος χρησιμοποιήθηκε πολύ ήταν στην αρχαία ελληνική ρητορική. Κατά το Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα, σ. είναι «ποία τις θέσις παρ’ άλληλα των του λόγου μορίων... έστι δέ της συνθέσεως έργα τά τε ονόματα οικείως θά είναι παρ’ άλληλα», ώστε να προσδίνεται στο ρητορικό κείμενο ιδιαίτερη αρμονία.
(Μουσ.). Η τέχνη της μελοποιίας ή της δημιουργίας ενός μουσικού έργου, με βάση ορισμένους κανόνες, αυστηρούς ή ελεύθερους. Κάθε μουσικός που θέλει να ασχοληθεί με τη σ. πρέπει να γνωρίζει θεωρία της μουσικής, αρμονία, αντίστιξη, κανόνα, μίμηση και μορφολογία.
(Μαθημ.). Στα μαθηματικά, «ανάλυση και σ.» είναι μία από τις πιο σημαντικές μεθόδους λογισμού, η οποία εφαρμόζεται κυρίως στη γεωμετρία. Η σ., ακολουθεί αντίστροφη πορεία από την πορεία που ακολουθεί η ανάλυση. Η σ., μόνη της, μπορεί ν’ αποτελεί πλήρη απόδειξη, ενώ η ανάλυση, μόνη της, δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη, και γι’ αυτό την εργασία της ανάλυσης την ακολουθεί η σ., και πολλές φορές και η απόδειξη της άσκησης κλπ.
σ. χημική. Μέθοδος (που λέγεται και σύνδεση ή ένωση χημική) με την οποία πετυχαίνεται η παραγωγή χημικών ενώσεων, με αφετηρία στοιχεία ή απλούστερες ενώσεις. Η σ. περιοριζόταν αρχικά στην ανόργανη χημεία, σήμερα όμως πολλές οργανικές ενώσεις παρασκευάζονται με συνθετικές μεθόδους, οι οποίες συνεχώς τελειοποιούνται.
Θεμελιώδη σημασία στην ιστορία των οργανικών σ. έχει η σ. της ουρίας, που πραγματοποίησε ο Φρίντριχ Βέλερ αρχίζοντας από το κυανικό αμμώνιο. Αυτό αποτέλεσε την απόδειξη, ότι ο άνθρωπος μπορεί να συνθέσει στο εργαστήριο, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε «ζωική δύναμη», χημικές ουσίες, που παράγονται στη φύση από ζωικούς ή φυτικούς οργανισμούς. Από τότε παράχθηκαν συνθετικά πλήθος φυσικών ουσιών, ακόμα και ενώσεις που δεν υπάρχουν στη φύση, έτσι ώστε οι μέθοδοι της σ. έγιναν θεμελιώδεις στον τομέα της έρευνας, αλλά και της πρακτικής εφαρμογής. Πολλοί μεγάλοι επιστήμονες ασχολήθηκαν με τη μελέτη και την παρασκευή οργανικών σ. που γενικά ορίζονται με το όνομά τους. Αναφέρονται π.χ. οι σ. του Βουρτς, του Κόλμπε και του Φράνκλαντ για την παρασκευή των παραφινών, του Γκρινιάρ για την παρασκευή των οργανικών οξέων. Εξέχουσα θέση ανήκει στον Μπερτελό γιατί, εκτός από την εργασία του για την ανακάλυψη νέων σ., ανακοίνωσε μεθόδους σ. στα συγγράμματά του Η οργανική χημεία θεμελιωμένη επί της σύνθεσης (1860), Η χημική σύνθεση (1876) και Μάθημα επί των γενικών μεθόδων σύνθεσης στην οργανική χημεία (1864). Ένας άλλος μεγάλος χημικός που ασχολήθηκε με το πρόβλημα της οργανικής σ. ήταν ο Έμιλ Φίσερ που, εκτός από τις μελέτες και τις τελειοποιήσεις, άφησε και επιβλητικά σε όγκο συγγράμματα.
Σήμερα, οι συνθετικές μέθοδοι εφαρμόζονται ευρύτατα και σε βιομηχανική κλίμακα για να δώσουν πλήθος προϊόντων (πολυμερή), αλλά και στην έρευνα για να λυθούν προβλήματα δομής στη βιοχημεία, τα οποία θα έμεναν άλυτα μόνο με την εφαρμογή της ανάλυσης.
Χειρόγραφο με σύνθεση του Βάγκερ για όπερα (φωτ. ΑΠΕ).
Η σύνθεση έργο του Ρώσου ζωγράφου Καντίνσκι (φωτ. ΑΠΕ).
Χουάν Γκρι: «Νεκρή φύση με φρουτιέρα» (1918). Στις συνθέσεις του Ισπανού αυτού ζωγράφου οι αφηρημένες γραμμές ερμηνεύονται καμιά φορά κατ’ αναλογία: στο έργο που φαίνεται εδώ π.χ., η καμπύλη της φρουτιέρας συμπίπτει με τη γραμμή μιας κιθάρας (συλλογή Χέρμαν Ρουπ, Βέρνη).
* * *η / σύνθεσις, -έσεως, ΝΜΑ [συντίθημι]1. αρμονική ένωση, συνδυασμός μερών για τη δημιουργία ενός συνόλου, συνένωση («ἡ γὰρ τῶν λίθων σύνθεσις ἑτέρα τῆς τοῡ κίονος ῥαβδώσεως», Αριστοτ.)2. γραμμ. γλωσσική διαδικασία κατά την οποία ενώνονται δύο ή περισσότερες λέξεις για να απαρτίσουν μία νέα λέξη, λ.χ. κουτο-πονηριά, λογο-παίγνιο, ά-κλιτος, δυσ-άρεστος3. μουσ. η πράξη τής σύλληψης και τής δημιουργίας ενός μουσικού έργου4. υφή, σύσταση ουσίας5. συγγραφικό έργο, κυρίως η πραγματείανεοελλ.1. ο τρόπος με τον οποίο τα επιμέρους τμήματα ή στοιχεία ενός όλου είναι συγκροτημένα μεταξύ τους («η σύνθεση τών ενόπλων δυνάμεων»)2. συγγραφή δόκιμου έργου, ιδίως η εξάσκηση τών μαθητών τής μέσης εκπαίδευσης στην ορθή, γραπτή ιδίως, διατύπωση τών ιδεών τους τόσο από συντακτική όσο και από ορθογραφική άποψη, η έκθεση ιδεών3. μουσ. μουσικό έργο4. (τυπογρ.) η στοιχειοθεσία5. (καλ. τεχν.) διάταξη και οργάνωση τών μορφών ενός ζωγραφικού πίνακα ή άλλου έργου τέχνης σε ένα ενιαίο και πειθαρχημένο σύνολο, έτσι ώστε το καλλιτεχνικό έργο να αναδεικνύεται σε κάτι πολύ περισσότερο από το άθροισμα τών επιμέρους στοιχείων που το αποτελούν6. (φιλοσ.) α) ο συνδυασμός μερών ή στοιχείων προκειμένου να διαμορφωθεί μια πιο πλήρης άποψη ή ένα πληρέστερο σύστημα, διεργασία από την οποία προκύπτει ένα συνεκτικό σύνολο που καταδεικνύει την αλήθεια πληρέστερα από ό,τι η απλή συνάθροιση τών μερώνβ) (σύμφωνα με τον Καρτέσιο) νοητική διεργασία κατά την οποία η διερεύνηση τών αιτίων από τα αποτελέσματα τους οδηγεί στην κατάδειξη τού περιεχομένου τών συμπερασμάτωνγ) (κατά τον Καντ) ο τρίτος όρος μιας αντινομίας, συστατική τής γνώσης πράξη, μέσω τής οποίας το υποκείμενο συσχετίζει τις διάφορες αναπαραστάσεις τής αντικειμενικής πραγματικότητας στον νου τουδ) (στην εγελιανή και μαρξιστική ορολογία) συστατική τής γνώσης πράξη, που συμπληρώνει την ανάλυση, και αποτελεί τον τρίτο όρο μιας αντίφασης τού τύπου θέση - αντίθεση - σύνθεση, δηλαδή την κατάληξη τής διαλεκτικής διεργασίας, κατά την οποία, από δύο αντίθετες έννοιες, τη θέση και την αντίθεση, ο νους προχωρεί στη διαμόρφωση μιας τρίτης, ανώτερης έννοιας, στην οποία αίρεται η αντίφαση αυτή διά μέσου τού σχήματος θέση, άρνηση τής θέσης, άρνηση τής άρνησης, δηλαδή σύνθεση7. βιολ. πολύπλοκη χημική διεργασία με την οποία τα ζωντανά κύτταρα παρασκευάζουν τις διάφορες ουσίες που έχει ανάγκη ο οργανισμός στον οποίο αυτά ανήκουν, για να συντηρηθεί, να αυξηθεί και να πολλαπλασιαστεί8. χημ. διαδικασία η οποία συνίσταται στην παρασκευή μιας χημικής ένωσης από τα στοιχεία που την αποτελούν ή από άλλες απλούστερες ενώσεις9. φρ. α) «σύνθεση δυνάμεων [κινήσεων, ταχυτήτων]»φυσ. σειρά πράξεων και υπολογισμών που αποβλέπει στον καθορισμό τής συνισταμένης δυνάμεων, κινήσεων, ταχυτήτωνβ) «σύνθεση πληρώματος»ναυτ. ο καθορισμός τού αριθμού τών αξιωματικών και τών ανδρών καθώς και τών ειδικοτήτων που πρέπει να υπηρετούν σε ένα εμπορικό πλοίο, όπως αυτός δικαιολογείται για την ασφάλεια τού θαλάσσιου πλου αλλά και για την τήρηση των κανονικών ωρών τής εργασίαςγ) «σύνθεση στόλου»ναυτ. ο αριθμός τών πλοίων διαφόρων κατηγοριών και τύπων τα οποία συγκροτούν έναν στόλοδ) «αέριο σύνθεσης»χημ. μίγμα υδρογόνου και μονοξειδίου τού άνθρακα, το οποίο προκύπτει με διάφορες μεθόδουςμσν.διατήρηση («ἐλαιῶν σύνθεσις», Γεωπ.)αρχ.1. συναρμογή, αρμός («εἰσὶ δ' αἱ μὲν ὀφρύες ἐπὶ συνθέσει ὀστῶν», Αριστοτ.)2. γραμμ. (γενικά) συμπλοκή (α. «ἐξηῡρον αὐτοῑς γραμμάτων συνθέσεις», Αισχύλ.β. «παντάπασιν ὡς ἔοικεν ἡ τοιαύτη σύνθεσις ἔτι τε ῥημάτων γιγνομένη καὶ ὀνομάτων», Πλάτ.)3. μετρική κατασκευή («τὴν τῶν ἐπῶν σύνθεσιν, τὴν προσαγορευομένην ποιητικήν», Διόδ.)4. μαθημ. πρόσθεση5. (στους Πυθαγορείους) ονομασία τού αριθμού δύο6. (λογ.) σύνδεση τού υποκειμένου και τού κατηγορουμένου7. ιατρ. μίγμα ουσιών ή φαρμάκων8. ομάδα ανθρώπων οργανωμένων σε κοινωνία9. συγκρότηση στρατιωτικού τάγματος10. αποθήκευση («σύνθεσις μήλων», Φύλαρχ.)11. (στους Ρωμαίους) ιματιοθήκη12. ιματισμός, αλλαξιά («συνθέσεις... λευκὰς δεκατρεῑς», πάπ.)13. φαρδύ και χαλαρό ένδυμα το οποίο φορούσαν κατά τη διάρκεια δείπνων14. τα επιτραπέζια σκεύη («συνθέσεις πινακίων», πάπ.)15. μτφ. συμφωνία, συνθήκη16. φρ. α) «Περὶ συνθέσεως ὀνομάτων» — τίτλος έργου τού Διονυσίου τού Αλικαρνασσέωςβ) «ὁ παρὰ τὴν σύνθεσιν λόγος»(λογ.) παραλογισμός κατά τη διαδικασία τής σύνθεσης κατά τον οποίο αυτό που αληθεύει μερικώς, δηλαδή σχετικά με τα επιμέρους τμήματα, θεωρείται ότι αληθεύει και για το σύνολο (Αριστοτ.)γ) «ἐκ συνθέσεως» — μετά από συμφωνία (Πλούτ.)δ) «σύνθεσις λόγου» — το να κάνει κανείς υπολογισμούς (Ευσ.)ε) «ἡ κατὰ σύνθεσιν ἀγωγή»μαθημ. η διαδικασία τής σύνθεσης, (Αρχιμ.).
Dictionary of Greek. 2013.